τέλος
[ˈtelos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Endeουδέτερο | Neutrum, sächlich nτέλος τέρμα, κ. τοπικόSchlussαρσενικό | Maskulinum, männlich mτέλος τέρμα, κ. τοπικότέλος τέρμα, κ. τοπικό
- Abschlussαρσενικό | Maskulinum, männlich mτέλος ολοκλήρωσητέλος ολοκλήρωση
- Gebühr(en)θηλυκό | Femininum, weiblich f (πληθυντικός | Pluralpl)τέλος δασμός, φόρος, συχνάπληθυντικός | Plural plτέλος δασμός, φόρος, συχνάπληθυντικός | Plural pl