από
[aˈpo]πρόθεση | Präposition, Verhältniswort präp <+αιτιατική | +Akkusativ+akk>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- seit (+δοτική | +Dativ+dat)απόαπό
- von, aus, ab (+δοτική | +Dativ+dat)από χρονικό, τοπικόαπό χρονικό, τοπικό
- ausαπό υλικόαπό υλικό
- wegen, vorαπόαπό
- durch (+αιτιατική | +Akkusativ+akk)απόαπό
- jeαπό + αριθμητικόαπό + αριθμητικό
- alsαπό μετά από συγκριτικόαπό μετά από συγκριτικό
- vonαπό με παθητικά ρήματααπό με παθητικά ρήματα