έλεγχος
[ˈeleŋxos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Kontrolleθηλυκό | Femininum, weiblich fέλεγχοςέλεγχος
- Beherrschungθηλυκό | Femininum, weiblich fέλεγχος της κατάστασηςέλεγχος της κατάστασης
- Schulzeugnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nέλεγχος σχολικόςέλεγχος σχολικός
exemples
- έλεγχος απουσιώνAnwesenheitskontrolleθηλυκό | Femininum, weiblich f
- έλεγχος αρχείωνAkteneinsichtθηλυκό | Femininum, weiblich f
- έλεγχος ασφαλείαςSicherheitskontrolleθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples