Bein
Neutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -e>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- πόδιNeutrum, sächlich | ουδέτερο nBein auch | και, επίσηςa. von Tisch, StuhlBein auch | και, επίσηςa. von Tisch, Stuhl
- σκέλοςNeutrum, sächlich | ουδέτερο nBein in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigBein in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig
- οστόNeutrum, sächlich | ουδέτερο nBein KnochenBein Knochen
exemples