παίρνω
[ˈperno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <αόριστος | Aoristaor; πήρα; υποτακτική | Konjunktivkonjkt; πάρω>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- nehmenπαίρνωπαίρνω
- wegnehmen (κάτι από κάποιον jemandem etwas)παίρνω αφαιρώ, απομακρύνωπαίρνω αφαιρώ, απομακρύνω
- bekommenπαίρνω παραλαμβάνω, δέχομαι, αμοιβήπαίρνω παραλαμβάνω, δέχομαι, αμοιβή
- kaufenπαίρνω αγοράζωπαίρνω αγοράζω
- mitreißenπαίρνω κύματα, ρεύμαπαίρνω κύματα, ρεύμα
- einschlagenπαίρνω δρόμοπαίρνω δρόμο
- παίρνω γράμμα
- einnehmenπαίρνω φάρμακο, γεύμαπαίρνω φάρμακο, γεύμα
- treffenπαίρνω μέτραπαίρνω μέτρα
- aufnehmenπαίρνω δουλειά, δάνειοπαίρνω δουλειά, δάνειο
- eingehenπαίρνω ρίσκοπαίρνω ρίσκο
- einholenπαίρνω άδειαπαίρνω άδεια
- fällenπαίρνω απόφασηπαίρνω απόφαση
- hernehmenπαίρνω δύναμηπαίρνω δύναμη
- holenπαίρνω μετάλλιο, βραβείο, τίτλοπαίρνω μετάλλιο, βραβείο, τίτλο