Traduction Grec-Allemand de "μέρος"

"μέρος" - traduction Allemand

μέρος
[ˈmeros]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

  • Teilαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    μέρος τμήμα
    Abschnittαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    μέρος τμήμα
    μέρος τμήμα
  • Partieθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μέρος του σώματος
    Bereichαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    μέρος του σώματος
    μέρος του σώματος
  • Platzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    μέρος τόπος
    Stelleθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μέρος τόπος
    μέρος τόπος
  • Ortαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    μέρος πόλη
    Ortschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μέρος πόλη
    μέρος πόλη
  • Gegendθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μέρος περιοχή
    μέρος περιοχή
  • Seiteθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μέρος μεριά
    μέρος μεριά
  • Toiletteθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μέρος τουαλέτα οικείο | umgangssprachlichοικ
    μέρος τουαλέτα οικείο | umgangssprachlichοικ
  • Parteiθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μέρος διάδικος
    μέρος διάδικος
exemples
  • κατά μέρος
    κατά μέρος
  • εν μέρει
    zum Teil, teilweise
    εν μέρει
  • εκ μέρους
    seitens (gen/gen)
    εκ μέρους
  • masquer les exemplesmontrer plus d’exemples
κεντρικό μέροςουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Mittelstückουδέτερο | Neutrum, sächlich n
κεντρικό μέροςουδέτερο | Neutrum, sächlich n
παίρνω μέρος
teilnehmen (σε an+δοτική | +Dativ +dat)
παίρνω μέρος
βάζω κατά μέρος
beiseitelegen
βάζω κατά μέρος
λαμβάνω μέρος
teilnehmen (σε an+δοτική | +Dativ +dat)
λαμβάνω μέρος
φωνητικό μέροςουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Singstimmeθηλυκό | Femininum, weiblich f
φωνητικό μέροςουδέτερο | Neutrum, sächlich n
τουριστικό μέροςουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Touristenortαρσενικό | Maskulinum, männlich m
τουριστικό μέροςουδέτερο | Neutrum, sächlich n
φθειρόμενο μέροςουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Verschleißteilουδέτερο | Neutrum, sächlich n
φθειρόμενο μέροςουδέτερο | Neutrum, sächlich n
κατά μεγάλο μέρος
zum großen Teil
κατά μεγάλο μέρος
κύριο μέροςουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Hauptteilαρσενικό | Maskulinum, männlich m
κύριο μέροςουδέτερο | Neutrum, sächlich n
πίσω μέροςουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Heckουδέτερο | Neutrum, sächlich n
πίσω μέροςουδέτερο | Neutrum, sächlich n
άνω μέροςουδέτερο | Neutrum, sächlich n του σώματος
Oberkörperαρσενικό | Maskulinum, männlich m
άνω μέροςουδέτερο | Neutrum, sächlich n του σώματος
κάτω μέροςουδέτερο | Neutrum, sächlich n αθλητικής φόρμας
Trainingshoseθηλυκό | Femininum, weiblich f
κάτω μέροςουδέτερο | Neutrum, sächlich n αθλητικής φόρμας

Donnez-nous votre avis !

Comment trouvez-vous le dictionnaire en ligne de Langenscheidt ?

Nous vous remercions pour votre évaluation !

Vous avez un commentaire concernant nos dictionnaires en ligne ?

Il manque une traduction, il y a une erreur ou vous voulez juste dire du bien de nous ? Il vous suffit de remplir le formulaire. L'adresse e-mail est facultative et ne sert qu'à répondre à vos demandes conformément aux règles de confidentialité.

Veuillez confirmer que vous êtes bien un être humain en cochant cette case.*

*Champ obligatoire

Veuillez remplir les champs marqués.

Nous vous remercions pour votre commentaire !

Rendez-nous visite au :