μέρος
[ˈmeros]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Teilαρσενικό | Maskulinum, männlich mμέρος τμήμαAbschnittαρσενικό | Maskulinum, männlich mμέρος τμήμαμέρος τμήμα
- Partieθηλυκό | Femininum, weiblich fμέρος του σώματοςBereichαρσενικό | Maskulinum, männlich mμέρος του σώματοςμέρος του σώματος
- μέρος τόπος
- μέρος πόλη
- Gegendθηλυκό | Femininum, weiblich fμέρος περιοχήμέρος περιοχή
- Seiteθηλυκό | Femininum, weiblich fμέρος μεριάμέρος μεριά
- Toiletteθηλυκό | Femininum, weiblich fμέρος τουαλέτα οικείο | umgangssprachlichοικμέρος τουαλέτα οικείο | umgangssprachlichοικ
- Parteiθηλυκό | Femininum, weiblich fμέρος διάδικοςμέρος διάδικος