„θάρρος“: ουδέτερο θάρρος [ˈθaros]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Mut Mutαρσενικό | Maskulinum, männlich m θάρρος θάρρος exemples δίνω θάρρος Mut machen (σε κάποιον jemandem) δίνω θάρρος παίρνω θάρρος Mut fassen παίρνω θάρρος χάνω το θάρρος μου den Mut verlieren χάνω το θάρρος μου παίρνω το θάρρος sich erlauben (να zu) παίρνω το θάρρος masquer les exemplesmontrer plus d’exemples