Partei
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- κόμμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nPartei Politik | πολιτικήPOLPartei Politik | πολιτικήPOL
- μέροςNeutrum, sächlich | ουδέτερο nPartei Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCHPartei Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCH
- διάδικοςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/fPartei Rechtswesen | νομικός όροςJURPartei Rechtswesen | νομικός όροςJUR