ρίχνω
[ˈrixno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα; -χτηκα; -γμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- werfenρίχνω αντικείμενορίχνω αντικείμενο
- werfen (+αιτιατική | +Akkusativ+akk auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)ρίχνω σε κάποιονzuwerfen (κάτι σε jemandem etwas)ρίχνω σε κάποιονρίχνω σε κάποιον
- stürzenρίχνω κάποιον από το παράθυρορίχνω κάποιον από το παράθυρο
- ρίχνω νερό
- schüttenρίχνω άμμορίχνω άμμο
- abreißenρίχνω κτήριορίχνω κτήριο
- legenρίχνω χαρτιάρίχνω χαρτιά
- streuenρίχνω αλάτιρίχνω αλάτι
- werfen (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)ρίχνω βλέμμαρίχνω βλέμμα
- einwerfenρίχνω γράμμαρίχνω γράμμα
- schießenρίχνω με όπλορίχνω με όπλο
- abwerfenρίχνω το δέντρο, τα φύλλαρίχνω το δέντρο, τα φύλλα
- schieben (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)ρίχνω φταίξιμο, ευθύνηρίχνω φταίξιμο, ευθύνη