„τον“: άρθρο | αρσενικό τον [ton]άρθρο | Artikel artαρσενικό | Maskulinum, männlich m <αιτιατική | Akkusativakk> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) den, die, das den, die, das τον τον
„τον“: προσωπική αντωνυμία | αρσενικό τον [ton]προσωπική αντωνυμία | Personalpronomen pers prαρσενικό | Maskulinum, männlich m <3.ενικός | Singular sgαιτιατική | Akkusativ akk> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ihn, ihm ihn τον τον ihm τον τον exemples τον ξέρεις; kennst du ihn? τον ξέρεις; τον βοήθησα ich half ihm τον βοήθησα