„Άνω“ Άνω [ˈano] Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Ober- Ober- Άνω Άνω exemples Άνω Βαβαρίαθηλυκό | Femininum, weiblich f Oberbayernουδέτερο | Neutrum, sächlich n Άνω Βαβαρίαθηλυκό | Femininum, weiblich f Άνω Ρήνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Oberrheinαρσενικό | Maskulinum, männlich m Άνω Ρήνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
„άνω“: επίρρημα άνω [ˈano]επίρρημα | Adverb adv Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) oben oben άνω άνω exemples άνω αναφερόμενος oben erwähnt, oben genannt άνω αναφερόμενος άνω κάτω durcheinander άνω κάτω γίνομαι άνω κάτω durcheinandergeraten γίνομαι άνω κάτω „άνω“: επίθετο, ως επίθετο άνω [ˈano]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) obere, Ober- obere, Ober- άνω άνω exemples άνω βλέφαροουδέτερο | Neutrum, sächlich n Oberlidουδέτερο | Neutrum, sächlich n άνω βλέφαροουδέτερο | Neutrum, sächlich n άνω κατάστρωμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ Sonnendeckουδέτερο | Neutrum, sächlich n άνω κατάστρωμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ άνω μέροςουδέτερο | Neutrum, sächlich n του σώματος Oberkörperαρσενικό | Maskulinum, männlich m άνω μέροςουδέτερο | Neutrum, sächlich n του σώματος άνω σιαγόναθηλυκό | Femininum, weiblich f Oberkieferαρσενικό | Maskulinum, männlich m άνω σιαγόναθηλυκό | Femininum, weiblich f άνω τελείαθηλυκό | Femininum, weiblich f Semikolonουδέτερο | Neutrum, sächlich n άνω τελείαθηλυκό | Femininum, weiblich f άνω χείλοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n Oberlippeθηλυκό | Femininum, weiblich f άνω χείλοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n masquer les exemplesmontrer plus d’exemples „άνω“: πρόθεση άνω [ˈano]πρόθεση | Präposition, Verhältniswort präp Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) über über άνω άνω exemples άνω των εκατό über hundert άνω των εκατό