„Heck“: Neutrum, sächlich HeckNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -e; -s> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) πρύμνη, πίσω μέρος πρύμνηFemininum, weiblich | θηλυκό f Heck Nautik, Schifffahrt | ναυτικός όροςSCHIFF Heck Nautik, Schifffahrt | ναυτικός όροςSCHIFF πίσω μέροςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Heck Auto | αυτοκίνητοAUTO Heck Auto | αυτοκίνητοAUTO