Bereich
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- περιοχήFemininum, weiblich | θηλυκό fBereichBereich
- πεδίοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nBereich in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigτομέαςMaskulinum, männlich | αρσενικό mBereich in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigσφαίραFemininum, weiblich | θηλυκό fBereich in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigBereich in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig