κανείς
[kaˈnis]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, κανένας [kaˈnenas] <καμία/καμιά; κανένα>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
κανείς
[kaˈnis]αντωνυμία | Pronomen pronVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- (irgend)jemandκανείςκανείς
- niemandκανείς ούτε έναςκανείς ούτε ένας
- manκανείς με αόριστη έννοιακανείς με αόριστη έννοια