„Holz“: Neutrum, sächlich HolzNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-es; Hölzer> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ξύλο, ξυλεία, καυσόξυλα, ξύλα για τη φωτιά ξύλοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Holz Material Holz Material ξυλείαFemininum, weiblich | θηλυκό f Holz Nutzholz Holz Nutzholz καυσόξυλαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Holz Brennholz ξύλαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl για τη φωτιά Holz Brennholz Holz Brennholz exemples Holz hacken κόβω ξύλα Holz hacken aus Holz από ξύλο aus Holz die beiden sind aus dem gleichen Holz geschnitzt umgangssprachlich | οικείοumg αυτοί οι δύο είναι από την ίδια πάστα die beiden sind aus dem gleichen Holz geschnitzt umgangssprachlich | οικείοumg