„πέρα“: επίρρημα πέρα [ˈpera]επίρρημα | Adverb adv Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) drüben, jenseits drüben πέρα απέναντι πέρα απέναντι jenseits (από /+γενική | +Genitiv +gen) πέρα από την άλλη μεριά πέρα από την άλλη μεριά exemples πέρα από nach πέρα από πέρα από außer πέρα από εδώ πέρα hier εδώ πέρα εκεί πέρα da hinten/drüben εκεί πέρα πιο πέρα weiter πιο πέρα πέρα για πέρα durch und durch πέρα για πέρα πέρα-δώθε hin und her πέρα-δώθε από ’δώ και πέρα von nun an από ’δώ και πέρα τα βγάζω πέρα auskommen (με mit) τα βγάζω πέρα masquer les exemplesmontrer plus d’exemples