διπλός
[ðiˈplos], διπλή, διπλόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
-
- διπλά τζάμιαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplDoppelscheibenπληθυντικός | Plural pl
- διπλή επιβάρυνσηθηλυκό | Femininum, weiblich fDoppelbelastungθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples