„ποντίκι“: ουδέτερο ποντίκι [ponˈdikji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Maus Mausθηλυκό | Femininum, weiblich f ποντίκι και | undκ. ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ ποντίκι και | undκ. ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ exemples με ένα κλικ του ποντικιού per Mausklick με ένα κλικ του ποντικιού