„ηθική“: θηλυκό ηθική [iθiˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Moral, Ethik Moralθηλυκό | Femininum, weiblich f ηθική ηθικότητα ηθική ηθικότητα Ethikθηλυκό | Femininum, weiblich f ηθική επιστήμη ηθική επιστήμη