λάθος
[ˈlaθos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <-ους>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- λάθος
- Versehenουδέτερο | Neutrum, sächlich nλάθος αβλεψίαλάθος αβλεψία
exemples
- ορθογραφικό λάθοςRechtschreibfehlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- τυπογραφικό λάθοςDruckfehlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples