παρά
[paˈra]πρόθεση | Präposition, Verhältniswort präp <+αιτιατική | +Akkusativ+akk>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- trotz (+γενική | +Genitiv+gen,δοτική | Dativ dat)παράπαρά
- vor (+δοτική | +Dativ+dat)παρά ώραπαρά ώρα
- alsπαρά μεταξύ δυνατοτήτωνπαρά μεταξύ δυνατοτήτων