„κάλλιο“: επίρρημα κάλλιο [ˈkaʎo]επίρρημα | Adverb adv Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) besser besser κάλλιο κάλλιο exemples κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε οικείο | umgangssprachlichοικ sicher ist sicher κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε οικείο | umgangssprachlichοικ