κώλος
[ˈkolos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m οικείο | umgangssprachlichοικVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Hinternαρσενικό | Maskulinum, männlich mκώλος πισινόςκώλος πισινός
- Arschαρσενικό | Maskulinum, männlich mκώλος χυδαία | vulgärχυδκώλος χυδαία | vulgärχυδ
- Hosenbodenαρσενικό | Maskulinum, männlich mκώλος παντελονιούκώλος παντελονιού
exemples
-
- μου βγαίνει ο κώλος χυδαία | vulgärχυδsich den Arsch aufreißen