„γλείφω“: μεταβατικό ρήμα γλείφω [ˈɣlifo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ψα; -φτηκα; -μμένος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) schleimen, lecken, lutschen (ab)lecken, lutschen γλείφω γλείφω schleimen γλείφω κολακεύω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ γλείφω κολακεύω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ