„Κύριος“: αρσενικό Κύριος [ˈkjirios]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Herr Herrαρσενικό | Maskulinum, männlich m Κύριος θρησκεία | Religionθρησκ Κύριος θρησκεία | Religionθρησκ exemples Κύριος ο Θεός Herrgottαρσενικό | Maskulinum, männlich m Κύριος ο Θεός
„κύριος“: επίθετο, ως επίθετο κύριος [ˈkjirios]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, κύρια, κύριο Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) hauptsächlich, wesentlich, Haupt-, Grund- hauptsächlich, Haupt- κύριος σημαντικότερος κύριος σημαντικότερος wesentlich, Grund- κύριος βασικότερος κύριος βασικότερος exemples κύρια αγοραστήςθηλυκό | Femininum, weiblich f οικονομία | Wirtschaftοικον Hauptabnehmerinθηλυκό | Femininum, weiblich f κύρια αγοραστήςθηλυκό | Femininum, weiblich f οικονομία | Wirtschaftοικον κύρια αιτίαθηλυκό | Femininum, weiblich f Hauptursacheθηλυκό | Femininum, weiblich f κύρια αιτίαθηλυκό | Femininum, weiblich f κύρια ακρόασηθηλυκό | Femininum, weiblich f νομικός όρος | Rechtswesenνομ Hauptverhandlungθηλυκό | Femininum, weiblich f κύρια ακρόασηθηλυκό | Femininum, weiblich f νομικός όρος | Rechtswesenνομ κύρια γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f Hauptleitungθηλυκό | Femininum, weiblich f κύρια γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f κύρια διαδικασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f νομικός όρος | Rechtswesenνομ Hauptverfahrenουδέτερο | Neutrum, sächlich n κύρια διαδικασίαθηλυκό | Femininum, weiblich f νομικός όρος | Rechtswesenνομ κύρια δραστηριότηταθηλυκό | Femininum, weiblich f Haupttätigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f κύρια δραστηριότηταθηλυκό | Femininum, weiblich f κύρια ενάγουσαθηλυκό | Femininum, weiblich f Hauptklägerinθηλυκό | Femininum, weiblich f κύρια ενάγουσαθηλυκό | Femininum, weiblich f κύρια έξοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f Hauptausgangαρσενικό | Maskulinum, männlich m κύρια έξοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f κύρια ευθύνηθηλυκό | Femininum, weiblich f Hauptschuldθηλυκό | Femininum, weiblich f κύρια ευθύνηθηλυκό | Femininum, weiblich f κύρια ευθύνηθηλυκό | Femininum, weiblich f Hauptverantwortungθηλυκό | Femininum, weiblich f κύρια ευθύνηθηλυκό | Femininum, weiblich f κύρια κληρονομιάθηλυκό | Femininum, weiblich f Haupterbeουδέτερο | Neutrum, sächlich n κύρια κληρονομιάθηλυκό | Femininum, weiblich f κύρια κληρονόμοςθηλυκό | Femininum, weiblich f Haupterbinθηλυκό | Femininum, weiblich f κύρια κληρονόμοςθηλυκό | Femininum, weiblich f κύρια μάρτυραςθηλυκό | Femininum, weiblich f Kronzeuginθηλυκό | Femininum, weiblich f κύρια μάρτυραςθηλυκό | Femininum, weiblich f κύρια μέτοχοςθηλυκό | Femininum, weiblich f Hauptaktionärinθηλυκό | Femininum, weiblich f κύρια μέτοχοςθηλυκό | Femininum, weiblich f κύρια πηγήθηλυκό | Femininum, weiblich f εισοδήματος Haupteinnahmequelleθηλυκό | Femininum, weiblich f κύρια πηγήθηλυκό | Femininum, weiblich f εισοδήματος κύρια πηγήθηλυκό | Femininum, weiblich fκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Hauptquelleθηλυκό | Femininum, weiblich f κύρια πηγήθηλυκό | Femininum, weiblich fκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ κύρια πρότασηθηλυκό | Femininum, weiblich f γραμματική | Grammatikγραμμ Hauptsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m κύρια πρότασηθηλυκό | Femininum, weiblich f γραμματική | Grammatikγραμμ κύρια σύνδεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ Hauptanschlussαρσενικό | Maskulinum, männlich m κύρια σύνδεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ κύρια ταινίαθηλυκό | Femininum, weiblich f Hauptfilmαρσενικό | Maskulinum, männlich m κύρια ταινίαθηλυκό | Femininum, weiblich f κύριο βάροςουδέτερο | Neutrum, sächlich n Hauptgewichtουδέτερο | Neutrum, sächlich n κύριο βάροςουδέτερο | Neutrum, sächlich n κύριο ενδιαφέρονουδέτερο | Neutrum, sächlich n Hauptinteresseουδέτερο | Neutrum, sächlich n κύριο ενδιαφέρονουδέτερο | Neutrum, sächlich n κύριο κατάστρωμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ Hauptdeckουδέτερο | Neutrum, sächlich n κύριο κατάστρωμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ κύριο μέροςουδέτερο | Neutrum, sächlich n Hauptteilαρσενικό | Maskulinum, männlich m κύριο μέροςουδέτερο | Neutrum, sächlich n κύριο πιάτοουδέτερο | Neutrum, sächlich n γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ Hauptgangαρσενικό | Maskulinum, männlich m κύριο πιάτοουδέτερο | Neutrum, sächlich n γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ κύριο χαρακτηριστικόουδέτερο | Neutrum, sächlich n Grundzugαρσενικό | Maskulinum, männlich m κύριο χαρακτηριστικόουδέτερο | Neutrum, sächlich n κύριος αγοραστήςαρσενικό | Maskulinum, männlich m οικονομία | Wirtschaftοικον Hauptabnehmerαρσενικό | Maskulinum, männlich m κύριος αγοραστήςαρσενικό | Maskulinum, männlich m οικονομία | Wirtschaftοικον κύριος άξοναςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Hauptachseθηλυκό | Femininum, weiblich f κύριος άξοναςαρσενικό | Maskulinum, männlich m κύριος γύροςαρσενικό | Maskulinum, männlich m αθλητισμός | Sportαθλ Hauptrundeθηλυκό | Femininum, weiblich f κύριος γύροςαρσενικό | Maskulinum, männlich m αθλητισμός | Sportαθλ κύριος εμπορικός δρόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Hauptgeschäftsstraßeθηλυκό | Femininum, weiblich f κύριος εμπορικός δρόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m κύριος ενάγωναρσενικό | Maskulinum, männlich m Hauptklägerαρσενικό | Maskulinum, männlich m κύριος ενάγωναρσενικό | Maskulinum, männlich m κύριος κληρονόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Haupterbeαρσενικό | Maskulinum, männlich m κύριος κληρονόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m κύριος μάρτυραςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Kronzeugeαρσενικό | Maskulinum, männlich m κύριος μάρτυραςαρσενικό | Maskulinum, männlich m κύριος μέτοχοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Hauptaktionärαρσενικό | Maskulinum, männlich m κύριος μέτοχοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m κύριος τόποςαρσενικό | Maskulinum, männlich m διαμονής Hauptwohnsitzαρσενικό | Maskulinum, männlich m κύριος τόποςαρσενικό | Maskulinum, männlich m διαμονής κύριος υπεύθυνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Hauptverantwortlicherαρσενικό | Maskulinum, männlich m κύριος υπεύθυνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m κύριος φάκελοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ Hauptordnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m κύριος φάκελοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ masquer les exemplesmontrer plus d’exemples „κύριος“: αρσενικό κύριος [ˈkjirios]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Besitzer, Herr, Herrgott Besitzerαρσενικό | Maskulinum, männlich m κύριος ιδιοκτήτης κύριος ιδιοκτήτης Herrαρσενικό | Maskulinum, männlich m κύριος κ. προσφώνηση κύριος κ. προσφώνηση Herrgottαρσενικό | Maskulinum, männlich m κύριος ο Θεός κύριος ο Θεός exemples κύριε…! Herr …! κύριε…! είμαι κύριος της κατάστασης Herr der Lage sein είμαι κύριος της κατάστασης κυρίες και κύριοι! meine Damen und Herren! κυρίες και κύριοι!