Hauptverfahren
Neutrum, sächlich | ουδέτερο nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- κύρια διαδικασίαFemininum, weiblich | θηλυκό fHauptverfahren Rechtswesen | νομικός όροςJURHauptverfahren Rechtswesen | νομικός όροςJUR