τόπος
[ˈtopos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Ortαρσενικό | Maskulinum, männlich mτόπος μέρος, πόλητόπος μέρος, πόλη
- Platzαρσενικό | Maskulinum, männlich mτόπος χώροςτόπος χώρος
- Stelleθηλυκό | Femininum, weiblich fτόπος θέσητόπος θέση
- Stätteθηλυκό | Femininum, weiblich fτόπος ιερός, αρχαίοςτόπος ιερός, αρχαίος
- Heimat(land)Femininum, Neutrum in Klammern f(n)τόπος πατρίδατόπος πατρίδα
exemples
- επί τόπουan Ort und Stelle, vor Ort
- κατά τόπους
- τόπος αεροθεραπείαςLuftkurortαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples