Traduction Grec-Allemand de "δρόμος"

"δρόμος" - traduction Allemand

δρόμος
[ˈðromos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

  • Wegαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    δρόμος
    δρόμος
  • Straßeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    δρόμος οδός
    δρόμος οδός
  • Fahrtθηλυκό | Femininum, weiblich f
    δρόμος διαδρομή
    δρόμος διαδρομή
  • Streckeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    δρόμος απόσταση
    δρόμος απόσταση
  • Laufαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    δρόμος αθλητισμός | Sportαθλ
    δρόμος αθλητισμός | Sportαθλ
exemples
  • δρόμο!
    weg hier!
    δρόμο!
  • στο δρόμο
    auf der Straße
    στο δρόμο
  • στο δρόμο για…
    auf dem Weg nach
    στο δρόμο για…
  • masquer les exemplesmontrer plus d’exemples
χαλικόστρωτος δρόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Schotterstraßeθηλυκό | Femininum, weiblich f
χαλικόστρωτος δρόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
συνδετικός δρόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Zubringerstraßeθηλυκό | Femininum, weiblich f
Zubringerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
συνδετικός δρόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
υπερυψωμένος δρόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Hochstraßeθηλυκό | Femininum, weiblich f
υπερυψωμένος δρόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
κεντρικός δρόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Hauptstraßeθηλυκό | Femininum, weiblich f
κεντρικός δρόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ορεινός δρόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Bergstraßeθηλυκό | Femininum, weiblich f
Gebirgsstraßeθηλυκό | Femininum, weiblich f
ορεινός δρόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
μυστικός δρόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Schleichwegαρσενικό | Maskulinum, männlich m
μυστικός δρόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
παραλιακός δρόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Uferstraßeθηλυκό | Femininum, weiblich f
παραλιακός δρόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
δρόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m μετ’ εμποδίων
Hürdenlaufαρσενικό | Maskulinum, männlich m
δρόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m μετ’ εμποδίων
κύριος εμπορικός δρόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Hauptgeschäftsstraßeθηλυκό | Femininum, weiblich f
κύριος εμπορικός δρόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m

Donnez-nous votre avis !

Comment trouvez-vous le dictionnaire en ligne de Langenscheidt ?

Nous vous remercions pour votre évaluation !

Vous avez un commentaire concernant nos dictionnaires en ligne ?

Il manque une traduction, il y a une erreur ou vous voulez juste dire du bien de nous ? Il vous suffit de remplir le formulaire. L'adresse e-mail est facultative et ne sert qu'à répondre à vos demandes conformément aux règles de confidentialité.

Veuillez confirmer que vous êtes bien un être humain en cochant cette case.*

*Champ obligatoire

Veuillez remplir les champs marqués.

Nous vous remercions pour votre commentaire !

Rendez-nous visite au :