δόντι
[ˈðondi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Zahnαρσενικό | Maskulinum, männlich mδόντιδόντι
- Zackeθηλυκό | Femininum, weiblich fδόντι τεχνική | TechnikτεχνZackenαρσενικό | Maskulinum, männlich mδόντι τεχνική | Technikτεχνδόντι τεχνική | Technikτεχν
exemples
-
-
- αντιστάθηκε με νύχια και με δόντιαer/sie wehrte sich mit Händen und Füßen