μάτι
[ˈmati]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Augeουδέτερο | Neutrum, sächlich nμάτι ανατομία | Anatomieανατμάτι ανατομία | Anatomieανατ
- (Koch-, Herd-)Platteθηλυκό | Femininum, weiblich fμάτι κουζίναςμάτι κουζίνας
- Knospeθηλυκό | Femininum, weiblich fμάτι βοτανική | Botanikβοτμάτι βοτανική | Botanikβοτ
exemples
- ηλεκτρικό μάτιKochplatteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- με τα μάτια μουmit eigenen Augen
- μάτια μου!
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples