κτυπώ
[ktiˈpo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- schlagenκτυπώκτυπώ
- (an)klopfenκτυπώ πόρτακτυπώ πόρτα
- aufprallenκτυπώ πέφτονταςκτυπώ πέφτοντας
- anfahrenκτυπώ πεζόκτυπώ πεζό
- verquirlen, schlagenκτυπώ αβγάκτυπώ αβγά
- treffenκτυπώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκτυπώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
κτυπώ
[ktiˈpo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- klopfenκτυπώ καρδιάκτυπώ καρδιά
- schlagenκτυπώ ρολόικτυπώ ρολόι
- sich verletzen, sich anschlagen (σε an+δοτική | +Dativ +dat)κτυπώ πληγώνομαικτυπώ πληγώνομαι