„γυμνό“: ουδέτερο γυμνό [jimˈno]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Akt Aktαρσενικό | Maskulinum, männlich m γυμνό στην τέχνη γυμνό στην τέχνη