επαγγελματικός
[epaŋgjelmatiˈkos], επαγγελματική, επαγγελματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- beruflich, Berufs-επαγγελματικόςεπαγγελματικός
- geschäftlichεπαγγελματικόςεπαγγελματικός
- professionellεπαγγελματικός μη ερασιτεχνικόςεπαγγελματικός μη ερασιτεχνικός
exemples
- επαγγελματικές προοπτικέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplBerufschancenπληθυντικός | Plural plBerufsperspektiveθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επαγγελματική δραστηριότηταθηλυκό | Femininum, weiblich fErwerbstätigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επαγγελματική εκπαίδευσηθηλυκό | Femininum, weiblich fBerufspraktikumουδέτερο | Neutrum, sächlich n
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples