ομάδα
[oˈmaða]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Gruppeθηλυκό | Femininum, weiblich fομάδαομάδα
- Mannschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fομάδα αθλητισμός | Sportαθλομάδα αθλητισμός | Sportαθλ
- Truppeθηλυκό | Femininum, weiblich fομάδα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατομάδα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
exemples
- σε ομάδες
- ταξιδιωτική ομάδαReisegesellschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ποδοσφαιρική ομάδαFußballmannschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples