τομέας
[toˈmeas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-είς>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Sektorαρσενικό | Maskulinum, männlich mτομέας τμήμα, οικονομίαςτομέας τμήμα, οικονομίας
- (Fach-)Gebietουδέτερο | Neutrum, sächlich nτομέας χώρος, πεδίοBereichαρσενικό | Maskulinum, männlich mτομέας χώρος, πεδίοτομέας χώρος, πεδίο
- Domainθηλυκό | Femininum, weiblich fτομέας ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υDomäneθηλυκό | Femininum, weiblich fτομέας ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υτομέας ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
exemples
- τομέας αρμοδιοτήτωνAufgabenbereichαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- τομέας επανεκκίνησης ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υBootsektorαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- τομέας εργασίαςArbeitsbereichαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples