Traduction Grec-Allemand de "τομέας"

"τομέας" - traduction Allemand

τομέας
[toˈmeas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-είς>

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

  • Sektorαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    τομέας τμήμα, οικονομίας
    τομέας τμήμα, οικονομίας
  • (Fach-)Gebietουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    τομέας χώρος, πεδίο
    Bereichαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    τομέας χώρος, πεδίο
    τομέας χώρος, πεδίο
  • Domainθηλυκό | Femininum, weiblich f
    τομέας ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
    Domäneθηλυκό | Femininum, weiblich f
    τομέας ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
    τομέας ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
exemples
  • τομέας αρμοδιοτήτων
    Aufgabenbereichαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    τομέας αρμοδιοτήτων
  • τομέας επανεκκίνησης ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
    Bootsektorαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    τομέας επανεκκίνησης ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
  • τομέας εργασίας
    Arbeitsbereichαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    τομέας εργασίας
  • masquer les exemplesmontrer plus d’exemples
Bauwesenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
οικοδομικός τομέας
αντρικός τομέαςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Männerdomäneθηλυκό | Femininum, weiblich f
αντρικός τομέαςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ξενοδοχειακός τομέαςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Hotelgewerbeουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ξενοδοχειακός τομέαςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
επαγγελματικός τομέαςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Berufszweigαρσενικό | Maskulinum, männlich m
επαγγελματικός τομέαςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ειδικός τομέαςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Fachbereichαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ειδικός τομέαςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
τοπικός τομέαςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Lokalteilαρσενικό | Maskulinum, männlich m
τοπικός τομέαςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ασφαλιστικός τομέαςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Versicherungswesenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ασφαλιστικός τομέαςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
θεματικός τομέαςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Fachrichtungθηλυκό | Femininum, weiblich f
θεματικός τομέαςαρσενικό | Maskulinum, männlich m

Donnez-nous votre avis !

Comment trouvez-vous le dictionnaire en ligne de Langenscheidt ?

Nous vous remercions pour votre évaluation !

Vous avez un commentaire concernant nos dictionnaires en ligne ?

Il manque une traduction, il y a une erreur ou vous voulez juste dire du bien de nous ? Il vous suffit de remplir le formulaire. L'adresse e-mail est facultative et ne sert qu'à répondre à vos demandes conformément aux règles de confidentialité.

Veuillez confirmer que vous êtes bien un être humain en cochant cette case.*

*Champ obligatoire

Veuillez remplir les champs marqués.

Nous vous remercions pour votre commentaire !

Rendez-nous visite au :