χώρος
[ˈxoros]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Raumαρσενικό | Maskulinum, männlich mχώρος γεν φυσ μαθηματικά | Mathematikμαθχώρος γεν φυσ μαθηματικά | Mathematikμαθ
- Platzαρσενικό | Maskulinum, männlich mχώρος ελεύθερο μέροςRäumlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fχώρος ελεύθερο μέροςχώρος ελεύθερο μέρος
- Geländeουδέτερο | Neutrum, sächlich nχώρος επιφάνειαχώρος επιφάνεια
- Gebietουδέτερο | Neutrum, sächlich nχώρος πεδίο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφχώρος πεδίο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ