Fall
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; Fälle>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- περίπτωσηFemininum, weiblich | θηλυκό fFall SachverhaltFall Sachverhalt
- υπόθεσηFemininum, weiblich | θηλυκό fFallFall
- κρούσμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nFall KrankheitFall Krankheit
- πτώσηFemininum, weiblich | θηλυκό fFall Grammatik | γραμματικήGRAMFall Grammatik | γραμματικήGRAM
exemples
-
- auf keinen Fallσε καμιά περίπτωση
- für alle Fälleγια καλό και για κακό, για κάθε ενδεχόμενο
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples