πτώση
[ˈptosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Fallαρσενικό | Maskulinum, männlich mπτώση πέσιμοπτώση πέσιμο
- Sturzαρσενικό | Maskulinum, männlich mπτώση κ. τιμώνπτώση κ. τιμών
- Einsturzαρσενικό | Maskulinum, männlich mπτώση κατάρρευσηπτώση κατάρρευση
- Absturzαρσενικό | Maskulinum, männlich mπτώση αεροπλάνουπτώση αεροπλάνου
- Fallαρσενικό | Maskulinum, männlich mπτώση γραμματική | GrammatikγραμμKasusαρσενικό | Maskulinum, männlich mπτώση γραμματική | Grammatikγραμμπτώση γραμματική | Grammatikγραμμ
exemples
- πτώση τιμώνKursrückgangαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πτώση χρηματιστηριακών τιμώνBaisseθηλυκό | Femininum, weiblich f