προσφυγή
[prosfiˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Klageerhebungθηλυκό | Femininum, weiblich fπροσφυγή νομικός όρος | Rechtswesenνομπροσφυγή νομικός όρος | Rechtswesenνομ
- Inanspruchnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich fπροσφυγή για βοήθεια, πίστωσηπροσφυγή για βοήθεια, πίστωση