εκθεσιακός
[ekθesiaˈkos], εκθεσιακή, εκθεσιακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- εκθεσιακή αίθουσαθηλυκό | Femininum, weiblich fMessehalleθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εκθεσιακή επιφάνειαθηλυκό | Femininum, weiblich fAusstellungsflächeθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples