κοινόχρηστος
[kjiˈnoxristos], κοινόχρηστη, κοινόχρηστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- κοινόχρηστος χώροςαρσενικό | Maskulinum, männlich mGemeinschaftsraumαρσενικό | Maskulinum, männlich m