„Lebensraum“: Maskulinum, männlich LebensraumMaskulinum, männlich | αρσενικό m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ζωτικός χώρος, βιότοπος ζωτικός χώροςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Lebensraum Lebensraum βιότοποςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Lebensraum Biologie | βιολογίαBIOL Lebensraum Biologie | βιολογίαBIOL