τρώω
[ˈtroo], τρώγω [ˈtroɣo] <τρως; έφαγα; φαγώθηκα; φαγωμένος>μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- essenτρώωτρώω
- fressenτρώω ζώοτρώω ζώο
- τρώω ρούχα
- verbrauchen, verbratenτρώω χαραμίζωτρώω χαραμίζω
- τρώω βάσανα
- quälenτρώω τυραννώτρώω τυραννώ
- beißenτρώω δαγκώνωτρώω δαγκώνω
exemples
- με τρώειes juckt mich
-
- τρώω κάποιον με τα μάτια μουjemanden mit den Augen verschlingen
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples