„Eisen“: Neutrum, sächlich EisenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) σίδερο, σίδηρος σίδεροNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Eisen Eisen σίδηροςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Eisen Biologie | βιολογίαBIOL Eisen Biologie | βιολογίαBIOL exemples dieses Problem ist ein heißes Eisen αυτό το πρόβλημα είναι ακανθώδες dieses Problem ist ein heißes Eisen mit 70 gehört man zum alten Eisen στα εβδομήντα του έχει φάει κάποιος τα ψωμιά του mit 70 gehört man zum alten Eisen wir haben mehrere Eisen im Feuer κρύβουμε πολλούς άσσους στο μανίκι μας wir haben mehrere Eisen im Feuer