„πόλη“: θηλυκό πόλη [ˈpoli]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Stadt Stadtθηλυκό | Femininum, weiblich f πόλη πόλη exemples παλιά πόλη Altstadtθηλυκό | Femininum, weiblich f παλιά πόλη εκτός πόλης außerorts εκτός πόλης πόλη γέννησης Geburtsstadtθηλυκό | Femininum, weiblich f πόλη γέννησης πόλη εκατομμυρίων κατοίκων Millionenstadtθηλυκό | Femininum, weiblich f πόλη εκατομμυρίων κατοίκων πόλη με λιμάνι Hafenstadt πόλη με λιμάνι πόλη που γίνονται εκθέσεις Messestadtθηλυκό | Femininum, weiblich f πόλη που γίνονται εκθέσεις masquer les exemplesmontrer plus d’exemples