„σβάρνα“: θηλυκό σβάρνα [zˈvarna]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Egge Eggeθηλυκό | Femininum, weiblich f σβάρνα σβάρνα exemples μετά πήρα σβάρνα όλη την πόλη οικείο | umgangssprachlichοικ ich habe die ganze Stadt danach abgeklappert μετά πήρα σβάρνα όλη την πόλη οικείο | umgangssprachlichοικ παραλίγο να τον πάρει σβάρνα οικείο | umgangssprachlichοικ sie hat ihn beinahe über den Haufen gerannt παραλίγο να τον πάρει σβάρνα οικείο | umgangssprachlichοικ