πλευρά
[pleˈvra]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Seiteθηλυκό | Femininum, weiblich fπλευρά μεριά, κ., άποψη μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφπλευρά μεριά, κ., άποψη μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Rippeθηλυκό | Femininum, weiblich fπλευρά ανατομία | Anatomieανατπλευρά ανατομία | Anatomieανατ
exemples
- πλευράRippenfellουδέτερο | Neutrum, sächlich n
-
- από την πλευρά της μητέρας
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples