„παραμένω“: αμετάβατο ρήμα παραμένω [paraˈmeno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) bleiben, sich aufhalten bleiben παραμένω μένω παραμένω μένω sich aufhalten παραμένω σε έναν τόπο παραμένω σε έναν τόπο exemples παραμένω στάσιμος stillstehen παραμένω στάσιμος παραμένω στην αριστερή πλευρά sich links halten παραμένω στην αριστερή πλευρά