μπαίνω
[ˈbeno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <μπήκα; μπασμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- hineingehen, eintretenμπαίνω πηγαίνω μέσαμπαίνω πηγαίνω μέσα
- hereinkommenμπαίνω έρχομαι μέσαμπαίνω έρχομαι μέσα
- einsteigen (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)μπαίνω σε όχημαμπαίνω σε όχημα
- beitreten (σεδοτική | Dativ dat)μπαίνω σε οργάνωση, κόμμαeintreten (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)μπαίνω σε οργάνωση, κόμμαμπαίνω σε οργάνωση, κόμμα
- einbrechenμπαίνω χειμώναςμπαίνω χειμώνας
- μπαίνω ύφασμα
- schrumpfenμπαίνω μαζεύωμπαίνω μαζεύω
- kapierenμπαίνω καταλαβαίνω οικείο | umgangssprachlichοικμπαίνω καταλαβαίνω οικείο | umgangssprachlichοικ
exemples
-
- μπαίνω σε νέο διαμέρισμα