„φυλακή“: θηλυκό φυλακή [filaˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Gefängnis Gefängnisουδέτερο | Neutrum, sächlich n φυλακή φυλακή exemples είμαι φυλακή im Gefängnis sein είμαι φυλακή είμαι φυλακή οικείο | umgangssprachlichοικ sitzen είμαι φυλακή οικείο | umgangssprachlichοικ μπαίνω φυλακή ins Gefängnis kommen μπαίνω φυλακή φυλακή ανηλίκων Jugendstrafanstaltθηλυκό | Femininum, weiblich f φυλακή ανηλίκων φυλακή προφυλακιστέων Untersuchungsgefängnisουδέτερο | Neutrum, sächlich n φυλακή προφυλακιστέων φυλακή υψηλής ασφαλείας Hochsicherheitsgefängnisουδέτερο | Neutrum, sächlich n φυλακή υψηλής ασφαλείας masquer les exemplesmontrer plus d’exemples